- σφαιρογραφίᾳ
- σφαιρογραφίᾱͅ , σφαιρογραφίαcelestial globefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαιρογραφία — σφαιρογραφίᾱ , σφαιρογραφία celestial globe fem nom/voc/acc dual σφαιρογραφίᾱ , σφαιρογραφία celestial globe fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρογραφία — ἡ, Α η περιγραφή τής ουράνιας σφαίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + γραφία*] … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek